- Πρίνου
- Πρίνοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρίνου — πρί̱νου , πρῖνος holm oak masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Όρμος Πρίνου — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 1 μ.) της Θάσου του νομού Καβάλας … Dictionary of Greek
γάβρος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυλλήνης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ.,… … Dictionary of Greek
VELUM — I. VELUM an ex volare, an ex vellere, an ex verbo velare? dictum, multiplicem in vita usum habet. Deorum sane simulacra antiquitus obiectô velô abdebantur. Appuleius, l. 11. Metam. Ac dum, Velis candentibus reductis in diversum, Deae venerabilem… … Hofmann J. Lexicon universale
άκυλος — Παλαιά ονομασία του κορκού της δρυός της κοκκοφόρου (βελανίδι) και του βαλανόμορφου καρπού της πουρναριάς. Ά. λεγόταν και αρχαίο κόσμημα που είχε το σχήμα βελανιδιού. Κοσμήματα του είδους ήταν συνηθισμένα στην αρχαία Μακεδονία. * * * ο, η (Α… … Dictionary of Greek
ερίθαλλος — ἐρίθαλλος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που θάλλει πολύ («πρίνου ἄνθει ἐριθάλλου», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + θαλλός, ὁ (< θάλλω)] … Dictionary of Greek
πολύσφελμος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει παχύ φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σφέλμα «το άνθος τής πρίνου»] … Dictionary of Greek
πρίνος — Όνομα 3 οικισμών. 1. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (58 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και τα χωριά Καλύβες (υψόμ. 40 μ.), Μικρός Πρίνος (υψόμ. 330 μ.), Νέος Πρίνος… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
σφέλμα — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἄνθος τῆς πρίνου». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek